- ἀληθινολογία
- ἀληθινο-λογία, ἡ,A speaking truth, Pl. ap. Poll.2.124, Plb.12.26D.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀληθινολογία — ἀληθινολογίᾱ , ἀληθινολογία speaking truth fem nom/voc/acc dual ἀληθινολογίᾱ , ἀληθινολογία speaking truth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθινολογία — η (Α ἀληθινολογία) το να λέει κανείς την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + λογία < λογος < λέγω] … Dictionary of Greek
ἀληθινολογίας — ἀληθινολογίᾱς , ἀληθινολογία speaking truth fem acc pl ἀληθινολογίᾱς , ἀληθινολογία speaking truth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
αληθοέπεια — η [αληθοεπής] η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια … Dictionary of Greek